2006 – Σπίτι Παντού

Κόκκινο βλέμμα

Si je te parle du temps, c’est qu’il n’est pas encore; si je te parle d’un lieu, c’est qu’il a disparu. Jean-Luc Godard

Είμαι μπροστά σε μια λευκή σελίδα. Είμαι μπροστά στο κενό. Δεν υπάρχει τίποτα πιο κενό από μια λευκή σελίδα, δεν υπάρχει τίποτα πιο κενό από κάτι που προορισμός του είναι να μη μείνει κενό. Είμαι μπροστά σ’ ένα κενό χρόνου που είναι να γεμίσει με τις σκέψεις μου, με τις αφορμές σκέψης που μου έδωσαν οι πίνακες της Ηώς Αγγελή, οι εκπληκτικοί μη-χώροι χώροι της Ηώς Αγγελή – στην ουσία, επαναλαμβάνω το βλέμμα, την κίνηση (ή την ακινησία), τα προεόρτια της γενέθλιας χειρονομίας τής Ηώς μπροστά στον λευκό καμβά του πρώτου πίνακα αυτής της σειράς (ή μήπως όλων;). Στην ουσία, είμαι η Ηώ Αγγελή, σ’ εκείνο το ίδιο επικίνδυνο μεταίχμιο ανάμεσα σε μια πλήρη σκέψη κι ένα κενό υλικό, ευάλωτο αλλά πάντα ανοίκειο, είμαι η Ηώ Αγγελή λίγο πριν γράψει μια «σελίδα» με δυο λόγια για τον κόσμο, για τον κόσμο που της είναι οικείος, για το οικείο.Σ’ έναν πίνακα του Φράνσις Μπέικον [άλλη μία απ’ τις πολλές μορφές του σε τοπίο (figures in a landscape) με τις οποίες ο μεγαλοφυής ζωγράφος εκδικείται και κολάζει την αλκή των εραστών του], ένας άντρας είναι καθισμένος σ’ ένα χώρο απροσδιόριστα πράσινο, σ’ ένα χώρο χλοερά απροσδιόριστο. Το κεφάλι τού άντρα χάνεται σαν να ’χει διαλυθεί στο χώρο πίσω του, σαν να τον έχει απορροφήσει ο χώρος, ενώ το ίδιο το ευπρεπώς ντυμένο σώμα του θαρρείς και έχει φυτρώσει μέσα απ’ αυτή τη νοσηρή βλάστηση, φέροντας κανείς δεν ξέρει τι διαμαρτίες, που δεν του επέτρεψαν να έχει πρόσωπο. Στο ”Σπίτι παντού” της Ηώς, ο ίδιος ο χώρος είναι που απορροφάται από έναν άλλο χώρο, ενώ τα πρόσωπα δείχνουν συμφιλιωμένα με αυτή τη σύγχυση των ορίων, με αυτή τη σύντηξη κλειστού-ανοιχτού. Όλοι οι πίνακες σφύζουν από την υγεία της εκτόνωσης, καθώς, εδώ, η γυναίκα ελευθερώνεται απ’ το χώρο εφ’ ω την έταξαν, χωρίς να μετατοπίζεται η ίδια, αλλά με μια σχεδόν αδιανόητη μετατόπιση του ίδιου του χώρου.

Ο χρωστήρας της Ηώς κρημνίζει τα τείχη, όμως όλη η βουή της θριαμβικής κατάρρευσης βγαίνει μέσα από την κόκκινη χειρονομία της, μέσα απ’ αυτό το παταγώδες κόκκινο, που επιβάλλει σε κάθε πίνακα την ηγεμονία του, οδηγώντας τον στην τελική, κορυφαία έκρηξη. Το κόκκινο είναι ο χρόνος κάθε πίνακα, ήταν η τελευταία στιγμή πριν από τον κατακλυσμό, είναι η πρώτη στιγμή μετά την αποκατάσταση του περιβάλλοντος, εκεί όπου το έξω εξισώνεται με το μέσα, εκεί όπου το παράλογα τεχνητό έξω φως ισορροπεί –αν δεν ταυτίζεται– με τον έλλογα φυσικό εσωτερικό φωτισμό της σκέψης. «Ζωή» γράφει ο Georges Perec, «είναι να περνάς από τον ένα χώρο στον άλλον, προσπαθώντας (όσο μπορείς) να μη σκοντάφτεις.» Ζωή, στους πίνακες της Ηώς, είναι, ακριβώς, αυτά τα προσκόμματα που δεν υπάρχουν, αυτά τα προσκόμματα που δεν υπάρχουν γιατί δεν τα βλέπεις, αυτά τα προσκόμματα που υπάρχουν αλλά δεν τα βλέπεις. Ή γιατί, χάρη στην γενναιοδωρία της Ηώς, το βλέμμα μας διαπερνάει τα στρώματα του χώρου (και του χρόνου) και, μέσα απ’ την αιμάσσουσα πληγή του πίνακα, φυγαδεύεται προς τη φλεγόμενη ελευθερία της τέχνης, της ζωής, της ζωής διά και εντός της τέχνης.

Σε μια φωτογραφία της που κλείνει τον κατάλογο προηγούμενης έκθεσής της, μια ασπρόμαυρη Ηώ έχει σταυρώσει φρόνιμα τα χέρια της, και το βλέμμα της γλιστράει ευθέως προς την κάτω αριστερή γωνία της φωτογραφίας, δρασκελίζει τα όριά της και δραπετεύει απ’ την υπόνοια του πεπερασμένου, του εντελούς, πατώντας στέρεα στη γραμμή φυγής απ’ τις συμβάσεις του φαιού. Αυτό το βλέμμα είναι κόκκινο.

Αχιλλέας Κυριακίδης, Αύγουστος 2006