2000 Πέρα από τις πόλεις
Οι πόλεις της Ηώς Αγγελή δεν έχουν φώτα ούτε αυτοκίνητα. Δεν έχουν κόσμο ούτε αστυνόμους. Δεν έχουν ρεκλάμες και διαφάνειες νέον. Απλωμένες μέσα σε μια άφατη σιωπή, μυστικές, κρυμμένες φαίνεται πως αναπνέουν βαθιά σε μια χρυσόσκονη. Στο άγγιγμα μιας πεταλούδας αναρριγούν, θέλουν να την φτάσουν. Ζουν σ’ ένα παραμύθι δίπλα σε παγώνια που φτάνουν σε λίμνες. Απλώνουν τα φτερά τους και χάνονται.
Γίνονται επιφάνειες νερού, πηγάδια με βυθό άγνωστο
Ραδιοφωνικές φωνές τις σκεπάζουν και μουσικές που δεν σταματούν ποτέ. Μια στάχτη πέφτει σε δέντρα. Μια κοσμική βροχή. Μια βροχή που σβήνει φωτιές που δεν άναψαν ποτέ. Πίσω απ’ τα κλειστά παράθυρα λεπτά δάχτυλα τραβούν τις βαριές κουρτίνες. Οι αρχιτέκτονες μελετούν τις πόλεις της Ηώς Αγγελή όπως οι συλλέκτες τα παλιά γραμματόσημα. Άγνωστοι οι ρυθμοί των σπιτιών, όλες οι εποχές μαζί. Ο Βίνκελμαν μ’ ένα συνεργείο εργατών ξεθάβει αρχαιότητες. Ένα γκαρσόνι φέρνει κρύο νερό. Σκύβει και του φιλά τα χέρια.
Κάποιος έχει ξεχαστεί πάνω σ’ ένα μπαλκόνι που βλέπει την πόλη. Δεν καταλαβαίνει που βρίσκεται. Μόνο πεταλούδες υπερίπτανται όπως στις Εθνικές Εορτές τα αεροπλάνα.
Μια αλεπού παρατηρεί από τον πιο ψηλό το λόφο το κενό της άπνοιας. Θέλει να κατέβει κάτω, να χαθεί στις βιτρίνες, στα κρεοπωλεία, να φάει φρέσκα φρούτα από την αγορά.
Μπλόκα και τετράγωνα δεν διακρίνονται σ’ αυτές τις πόλεις. Δεν έχουν όνομα και οδό. Τίποτα δεν έρχεται, δεν φτάνει. Απλώνονται σε λόφους όπως άσπρα μάρμαρα σε όνειρο. Σε πεδιάδες. Αγριολούλουδα φυτρώνουν πάνω από τα σπίτια. Δέντρα μοναχικά και αστερόσκονη απλωμένη παντού. Λίμνες με αλμυρό νερό χωρίς ένα άλογο ή βόδι.
Κάποιος σφυρίζει σ’ αυτές τις πόλεις και συ διαβάτη ακούς το σφύριγμά του.
Σάλπιγγες ξαφνικά ηχούν. Σάλπιγγες ηχούν σ’ αυτές τις πόλεις για να αναγγείλουν ένα τέλος, μια αρχή. Την νέα εποχή που πάντα θα φτάνει.
Γιώργος Χρονάς, 2000